- αποσχηματισμός
- οη αφαίρεση του ιερατικού ή μοναχικού σχήματος από κάποιον κληρικό: Η καθαίρεση ενός κληρικού συνήθως έχει ως συνέπεια τον αποσχηματισμό του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.